Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Φωτογραφία και νομοθεσία

Η λήψις φωτογραφιών, σε δημόσιες συναθροίσεις, αποτελεί, εδώ καί πολλά χρόνια, ένα «φλέγον ζήτημα», στους «κόλπους» τών φωτογραφικών Ενώσεων, σε όλη την Ευρώπη.
Η νομοθεσία, διαφέρει, από χώρα σε χώρα.
Στην Ελλάδα, η νομοθεσία επιτρέπει, γενικά, την λήψη φωτογραφιών, σε δημόσιους χώρους, ωστόσο, δεν υπάρχει, συγκεκριμένο, νομικό πλαίσιο, σχετικά με τα όρια, καί τις ελευθερίες, τών φωτογράφων. Οποιαδήποτε νομοθεσία, απορρέει από την προστασία τού ατόμου από την «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», όπως ορίζει ο νόμος: 2472/1997 τού Συντάγματος.
Σύμφωνα με αυτόν, όποιος βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, δεν παύει να έχει το δικαίωμα τής ιδιωτικότητάς του. Έτσι, μια πολιτική διαδήλωση, που φανερώνει τις πεποιθήσεις τών παρευρισκομένων, αποτελεί ένα «λεπτό ζήτημα», για τον φωτογράφο.
Από την άλλη, η απαγόρευση φωτογράφισης μιάς διαδήλωσης είναι «αντιδημοκρατική», εφ’ όσον αποτελεί περιορισμό τής ελευθεροτυπίας.
Ένα, ακόμη, «λεπτό ζήτημα», που σχετίζεται με τις διαδηλώσεις, είναι το κατά πόσον επιτρέπεται η φωτογράφισις τών αστυνομικών, εν ώρα εργασίας. Γενικά, το Σύνταγμα επιτρέπει την φωτογράφιση τών αστυνομικών κτηρίων.
Βέβαια, αυτό δεν συμβαίνει παντού. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ισπανική Βουλή ψήφισε νόμο που απαγορεύει την φωτογράφιση αστυνομικών, ενώ, αυτό, έχει απαγορευτεί, εδώ καί έναν χρόνο, στην Ουγγαρία.
Οι δύο, αυτές, περιπτώσεις, σε συνδυασμό, «απειλούν» το επάγγελμα, αλλά καί την σωματική ακεραιότητα τών φωτορεπόρτερς, εφ’ όσον, οι φωτογραφίες τους, μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικό στοιχείο, τόσο για τις βιαιοπραγίες τών ακραίων διαδηλωτών, όσο καί γιά την «κατάχρηση εξουσίας», από την πλευρά τής Αστυνομίας. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά βίας, κατά τών φωτογράφων, στη χώρα μας, επιβεβαιώνοντας πως, τόσο οι φωτογράφοι, όσο καί οι δημοσιογράφοι, «ΜΑΤώνουν».


Την λύση, ίσως, έρχεται να δώσει ο «Κώδικας Δεοντολογίας» τών φωτογράφων.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται:
“Σε κάθε περίπτωση φωτογράφησης εκδηλώσεως, δημοσίου ενδιαφέροντος, οι φωτογράφοι πρέπει, προηγουμένως, να ζητούν την «άδεια φωτογράφησης» από τούς αρμοδίους, κατόπιν επιδείξεως τής επαγγελματικής τους ταυτότητος. Η χρήση, αυτής τής ταυτότητος, πρέπει να είναι αυστηρά προσωπική, από τον φωτογράφο, κάτοχο τής επαγγελματικής,  τών φωτογράφων, ταυτότητος.”
Ωστόσο, η λήψις φωτογραφιών, σε δημόσιους χώρους, δεν έγκειται μόνο στο πεδίο τής ενημέρωσης.
Η «φωτογραφία δρόμου», όπως είναι γνωστή, αποτελεί κλάδο τής Φωτογραφικής Τέχνης, ως καλλιτεχνικής ενασχόλησης. Τα τελευταία χρόνια, όλο καί πιό πολλοί, ερασιτέχνες φωτογράφοι, ασχολούνται με το, συγκεκριμένο, είδος φωτογραφίας. Το «παν» (πρώτο, κύριο, χαρακτηριστικό), στην «φωτογραφία δρόμου», είναι το ανθρώπινο, ή, το έμψυχο, στοιχείο. Διαφορετικά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί: «φωτογραφία δρόμου».
Το δεύτερο, κύριο, χαρακτηριστικό, είναι: η «φυσικότητα». Ένας «φωτογράφος δρόμου», δεν «στήνει», ποτέ, τα «αντικείμενά» του!
Έτσι, με άλλα λόγια, ο ορισμός τής φωτογραφίας, είναι: «Η αποτύπωση τής στιγμής, τού απροόπτου, τού ενδιαφέροντος».
Ο φωτογράφος, λοιπόν, έχει να κάνει, αποκλειστικά, με ανθρώπους, τούς οποίους «πλαισιώνει» το κατάλληλο τοπίο. Ειδικά, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει, κανένας, απολύτως, νόμος.
Μία παράμετρος, που περιορίζει, αυστηρά, τούς φωτογράφους, καί αποτελεί, ταυτόχρονα, ένα θέμα, στο οποίο υπάρχουν αυστηρές κυρώσεις, είναι η φωτογράφησις παιδιών. Οι περιορισμοί, εδώ, απορρέουν από την προστασία τής παιδικής ηλικίας.
Καί, γι’ αυτή την περίπτωση, ο «κώδικας δεοντολογίας» τών φωτογράφων, αναφέρει:
“Σε περιπτώσεις φωτογραφήσεων σε σχολικό περιβάλλον, απαγορεύεται η φωτογράφησις τών μαθητών, χωρίς την άδεια τών σχολικών αρχών… Οι φωτογράφοι δεν πρέπει να δίνουν -ως κίνητρο, για τις φωτογραφήσεις που επιδιώκουν- αμοιβή σε ανηλίκους, προκειμένου να παρουσιάσουν έργο, σχετικό με την οικονομική τους κατάσταση, ούτε στους γονείς, ή, τούς κηδεμόνες αυτών, γιά τον ίδιο σκοπό, εκτός καί αν, προφανώς, πρόκειται γιά το συμφέρον τών φωτογραφιζομένων παιδιών.”
Συμπερασματικά, πέρα από τον νόμο: 2121/93, περί «πνευματικών δικαιωμάτων», δεν υπάρχει, επίσημος, κανονισμός, γιά την λήψη φωτογραφιών, σε δημόσιους χώρους.
Οποιοιδήποτε περιορισμοί, απορρέουν από τα δικαιώματα στην ιδιωτικότητα, καί την προσωπικότητα, τού ατόμου, ενώ, οποιεσδήποτε ελευθερίες, συμπεριλαμβάνονται, με «θολές γραμμές» στα δικαιώματα τού Τύπου.
Ένα ζήτημα, ωστόσο, που χρήζει «κοινωνιολογικής ανάλυσης», είναι το γεγονός πως, ενώ η Τεχνολογία, καί το Διαδίκτυο, έχουν προσβάλλει την ιδιωτική ζωή τών ανθρώπων (καί, μάλιστα, παρά τη θέλησή τους), οι άνθρωποι, δεν είναι, ακόμη, εξοικειωμένοι με το να φωτογραφηθούν στον δρόμο, με πολλούς, μάλιστα, να θεωρούν πως, η φωτογραφία με το πρόσωπό τους, που θα τραβηχθεί από έναν άγνωστο, καί όχι το «ανέβασμα» μιάς φωτογραφίας τους, στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», ειναι που μπορεί, ενδεχομένως, να προσβάλλει την προσωπικότητά τους!
Όπως καί να έχει, τα δικαιώματα, καί οι υποχρεώσεις, τού φωτογράφου, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι ένα ζήτημα που δημιουργεί εντάσεις, όχι μόνον στους επαγγελματίες, αλλά καί στην κοινωνία γενικότερα.
Για τον ΕΟΕ
Ευαγγελία Αρβανιτίδου, δημοσιογράφος

Μεγάλος διαγωνισμός, κέρδισε μία Leica μηχανή αξίας 10.000 δολαρίων

Η X-Rite Photo σε συνεργασία με την Foto Promos διοργανώνουν μεγάλο διαγωνισμό με δώρο μία Leica M-P Safari, αξίας 10.000 δολαρίων.
Πρόκειται για το πιο ακριβό δώρο που έχουμε δει να δίνεται σε διαγωνισμό που γίνεται κλήρωση ανάμεσα στου συμμετέχοντες.
Οι συμμετέχοντες μπορεί να είναι από όλον τον κόσμο, αρκεί να είναι άνω των 18 ετών.
Μπορείτε να πάρετε μέρος μέχρι τις 23 Οκτωβρίου. Ο νικητής θα ανακοινωθεί στις 24 Οκτωβρίου στα πλαίσια του PhotoPlus Expo 2015 της Νέας Υόρκης.
Για να πάρετε μέρος συμπληρώστε τα στοιχεία σας εδώ.










Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Όλη η μοντέρνα τέχνη απλοποιημένη σε μία φωτογραφία

Έχετε ποτέ αισθανθεί χαμένος σε μουσείο μοντέρνας τέχνης; Αν ναι τότε το παρακάτω σκίτσο του John Atkinson θα σας διαφωτίσει.
Το αποτέλεσμα, παρά τη μεγάλη δόση χιούμορ, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.




Συντάκτης άρθρου Μαρία Κανάτα

Φωτογραφία Δρόμου… Μια Πραγματική Τέχνη Η Μια Εύκολη «Παρενόχληση»;

Η φωτογραφία δρόμου, που έχει μια μακράν παράδοση στη φωτοδημοσιογραφία την ιστορία της φωτογραφίας και στους μεγάλους καλλιτέχνες, έχει γίνει πρόσφατα, η μάλλον εδώ και πολύ καιρό, ύποπτη και μάλιστα πρόσφατα έχει αποκτήσει και άλλα κουσούρια. Όπως αναφέρεται και στο TimesOnline, οι φωτογράφοι δρόμου αντιμετωπίζονται με μεγάλη καχυποψία, πέρα από τις ανησυχίες της παιδοφιλίας και της τρομοκρατίας. Μια νέα εκστρατεία με αφίσες από τη μητροπολιτική αστυνομία του Λονδίνου ενθαρρύνει τους κατοίκους του να καλούν άμεσα από μια ειδική τηλ.γραμμή, που έγινε για αυτό το σκοπό, εάν παρατηρήσουν κάποιο φωτογράφο «ύποπτα» να τους σημαδεύει. Στην Ελλάδα δεν είναι και πολύ καλύτερα τα πράγματα, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, ο κόσμος δείχνει να ενοχλείτε εύκολα, φοβούμενος και με όλες αυτές τις εκπομπές τύπου «ζούγκλα» αλλά και την έκθεση του στο διαδίκτυο.
Είναι αυτό το μέλλον της φωτογραφίας δρόμου; Φαίνεται ειρωνικό το ότι η φωτογραφία δρόμου κατάντησε να είναι στόχος όταν οι αρχές έχουν ήδη μαγνητοσκόπηση όλους εμάς στους αερολιμένες, τις τράπεζες τις δημόσιες συγκοινωνίες και στις διασταυρώσεις των πόλεων. Τι είναι μια παραπάνω φωτογραφία δική τους, δική μου ή δική σας που διασχίζετε το δρόμο; Στην πραγματικότητα, μερικές από τις διασημότερες φωτογραφίες στην ιστορία λήφθηκαν από τους φωτογράφους δρόμου - Robert Frank, Henri Cartier-Bresson , Diane Arbus και όχι μόνον.
Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω άρθρο της Κατερίνας Οικονόμου στην Ελευθεροτυπία, τον περασμένο μήνα, για το πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα και το αμόκ που έχει καταλάβει πολλούς περί προσωπικών δεδομένων…


Μην πυροβολείτε τον... φωτογράφο


Η κοπέλα έβαζε προσεκτικά κραγιόν, αξιοποιώντας την αντανάκλαση του ειδώλου της πάνω στη βιτρίνα ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου, στο κέντρο της Αθήνας. Απορροφημένη από την προσπάθεια να πετύχει το περίγραμμα, δεν πήρε είδηση τον άνδρα που τη στόχευε με τον φακό της φωτογραφικής μηχανής του. Παρακολουθούσα τη σκηνή με τη σκέψη ότι, πράγματι, ήταν πολύ ευχάριστη η εικόνα εκείνης της τριαντάχρονης, κομψής Αθηναίας που έστησε ένα αυτοσχέδιο μπουντουάρ στη νυχτερινή Πανεπιστημίου -αν δεν το είχε προσέξει πρώτος ο άνδρας με τη μηχανή, θα την είχα προσπεράσει χωρίς να δώσω σημασία σ' εκείνο το χαριτωμένο στιγμιότυπο. Στο δεύτερο κλικ της μηχανής, όμως, η γυναίκα γύρισε και το ξάφνιασμα, σε δευτερόλεπτα, μετατράπηκε σε θυμό. Με οργισμένη φωνή, απαίτησε να μάθει ποιος του έδωσε το δικαίωμα να τη φωτογραφίζει και άρχισε να πετάει κάτι βαρύγδουπα περί προσωπικών δεδομένων. Απομακρύνθηκα χωρίς να περιμένω ν' ακούσω την απάντηση του φωτογράφου, ο οποίος πάντως την κοίταζε άναυδος.
Μήπως η ευαισθησία μας για την περιφρούρηση της ιδιωτικότητας έχει τον τελευταίο καιρό αγγίξει τα όρια της υπερβολής; Πώς φαντάστηκε εκείνη η γυναίκα ότι μπαίνοντας στον δημόσιο χώρο θα έχει -και θα δικαιούται- τον απόλυτο έλεγχο της εικόνας που δίνει; Αναπόφευκτα, βγαίνοντας από το σπίτι μας, έχουμε ήδη κάνει μια άτυπη συμφωνία: οι άλλοι θα μας κοιτάζουν ελεύθερα, αν θέλουν μάλιστα θα μας παρατηρούν. Παραχωρούμε την εικόνα μας στο βλέμμα των άλλων - που αν κρατούν φωτογραφική μηχανή μπορούν και να την απαθανατίσουν. Θα μπορούσαν προφανώς να μας ζητούν την άδεια, και αρκετοί φωτογράφοι πράγματι το κάνουν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως ο αυθορμητισμός είναι εκ των πραγμάτων χαμένος. Η φωτογραφία δρόμου αντλεί το ενδιαφέρον, την ένταση και τελικά την αλήθεια της από την ικανότητα του φωτογράφου να αιχμαλωτίσει το στιγμιαίο, να συλλάβει τη φευγαλέα ομορφιά του τυχαίου.

«Η καθημερινότητα είναι συναρπαστική, γεμάτη από μικρά θαύματα. Κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να αποδώσει τη γοητεία του απρόσμενου που γεννιέται στον δρόμο», συνήθιζε να λέει ο Ρομπέρ Ντουανό. Η δική του διάσημη φωτογραφία των δύο ερωτευμένων, που φιλιούνται έξω από το Hotel de Ville, μας διηγείται μια ιστορία από το Παρίσι του '50.




© Estate of Robert Doisneau

Ο φακός και η διεισδυτική, ευαίσθητη ματιά των καλύτερων φωτογράφων δρόμου του περασμένου αιώνα είναι ο λόγος που μπορούμε να φανταστούμε και να ανασυστήσουμε το παρελθόν μας - οι φωτογραφίες του Ντουανό, του Ρόμπερτ Φρανκ, του Μπρεσόν και του Γουόκερ Εβανς δεν είναι μόνο αισθητικά ενδιαφέρουσες. Καταγράφουν και αφηγούνται την πολιτισμική ιστορία μας, ακριβώς την ώρα που τη γράφουμε πάνω στις ελάχιστες, φαινομενικά αδιάφορες ψηφίδες της καθημερινότητας. Τι είναι η ιστορία μιας πόλης αν όχι και το άθροισμα των μικρών επεισοδίων που παίζονται στον δημόσιο χώρο;

Ο βραβευμένος Βρετανός φωτογράφος Ρότζερ Χάτσιγκς έπεσε θύμα ξυλοδαρμού σε ένα πάρκο στο Λονδίνο - ένας άνδρας νόμιζε πως ο Χάτσιγκς φωτογράφιζε το παιδί του. Τόση έχθρα και καχυποψία απέναντι στον φακό δεν είχε συναντήσει την περίοδο που ήταν σε αποστολή στη Βοσνία. Ακόμη και αν πράγματι είχε φωτογραφίσει το παιδί, γιατί αυτό θα έπρεπε να προκαλέσει τρόμο στον πατέρα; Λίγο η υστερία για τους παιδόφιλους που υποτίθεται πως παραμονεύουν σε κάθε γωνία, λίγο ο πανικός για το ενδεχόμενο τρομοκρατικών επιθέσεων, λίγο οι στρεβλώσεις του επίμονου κινήματος πολιτικής ορθότητας που μας έχει κάνει μυγιάγγιχτους, κι έχουμε φτάσει να κυκλοφορούμε στους δρόμους των πόλεων με την αίσθηση πως όλοι απειλούμαστε απ' όλους.

Ο Γουόκερ Εβανς φωτογράφιζε τους συνεπιβάτες του στον υπόγειο της Νέας Υόρκης, με μία κάμερα κρυμμένη στο παλτό του. Τι αλήτης... Αν είχε επιχειρήσει το ίδιο σήμερα, θα είχε φάει πολύ ξύλο. Όταν ο Μπρεσόν φωτογράφιζε, στην Αθήνα του 1953, δύο μαυροντυμένες Ελληνίδες τη στιγμή που περνούσαν μπροστά από την κατοικία με τις καρυάτιδες στο Θησείο, παραβίαζε άραγε την ιδιωτικότητα των δύο γυναικών; Ενδεχομένως. Και ευτυχώς. Το θέμα είναι πώς αντιλαμβανόμαστε τελικά την έννοια της ιδιωτικότητας στον δημόσιο χώρο και σε ποιες συνθήκες πραγματικά υπονομεύεται η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων μας.

photo by Walker Evans



Από το 2003 ο MANOS (Μάνος Λυκάκης) έγραφε στο dpgr
«Είναι αλήθεια πως δεν φωτογραφίζω πια στους δρόμους.
Νόμιζα πως δεν είχε αλλάξει κάτι τα τελευταία χρόνια.
Λάθος μου μεγάλο. Οι άνθρωποι γύρω μας έχουν γίνει τόσο επιθετικοί και φοβισμένοι απέναντι στον φωτογραφικό φακό , που η απόπειρα για street photography στην Αθήνα , καταντάει επικίνδυνο και άχαρο σπορ.
Χμμμ , συγγνώμη αλλά «φωτογραφία δρόμου» με τέτοιους ανθρώπους ΔΕΝ γίνεται.»



Το γεγονός είναι ότι πολύ λίγοι από μας ζούμε τις ζωές μας εξ ολοκλήρου εκτός της δημόσιας οπτικής . Ο δρόμος αποτελεί το χώρο όπου ο πολιτισμός αναπτύσσεται και απεικονίζεται πίσω σε μας μέσω του εμπορίου, της αρχιτεκτονικής, της μόδας, της γλώσσας των σωμάτων, της διαφήμισης και της αναγνώρισης των ανθρώπων μας .
Ιστορικά η φωτογραφία δρόμου, με τυχαίες σκηνές, είναι ανεκτίμητη στην κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων και στο να μάθουν από πού και πως φτάσαμε μέχρι εδώ. Πώς οι άνθρωποι μετακινούνταν γύρω από την πόλη, πώς ντύνονταν , που ψώνιζαν, πως καθιερωνόταν η μόδα κλπ. - Η ειλικρινής φωτογράφιση στο δρόμο είναι ένας κρίσιμος καθρέφτης, ένα απαραίτητο στιγμιότυπο της συλλογικής εμπειρίας μας στα κοινά διαστήματα. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να καταλάβουμε ενδεχομένως πως είναι ένα καλοκαίρι στο Παρίσι η στην Νέα Υόρκη η ακόμα στην Αθήνα το 1938; Πώς αλλιώς θα μπορούμε να πιάσουμε μια άγρια και συγκρουσιακή σκηνή δρόμου του Σαν Φρανσίσκο το 1968; η στην Αθήνα των συνταγματαρχών του 1967;
Δυστυχώς στην εποχή μας όπου κυριαρχεί η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα η φωτογράφιση δρόμου και θα έλεγα ακόμη ίσως και επικίνδυνο. Ο καθένας διαστρεβλώνει τους κανόνες και θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να βάζει όρους, όρια και απαγορεύσεις.
Τώρα βέβαια επειδή κάποιων οι απόψεις η οι εμμονές αποδεικνύονται επιφανειακές η άδικες δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να φωτογραφίζουμε στο δρόμο ούτε ασφαλώς αυτό μπορεί να αποφευχθεί διαχρονικά. Δηλαδή είναι σαν να λέμε να απαγορεύσουμε σε όλους τους ανθρώπους να μετρούν γιατί μερικοί δεν μπορούν να κάνουν σωστή πρόσθεση!
Από την άλλη δεν σημαίνει ότι αυτή( η φωτογραφία δρόμου) θα πρέπει να θεωρηθεί η ευκολότερη οδός προς μια καλλιτεχνική καταξίωση, αντιθέτως είναι από τα δυσκολότερα εγχειρήματα.
Ο Π. Ριβέλλης είχε πει κάποτε «Στην τέχνη το φαινομενικά ευκολότερο είναι και το ουσιαστικά δυσκολότερο. Ας μην νομίζουν λοιπόν οι απανταχού τής Ελλάδας νέοι φωτογράφοι, ότι ο ευκαιριακός βομβαρδισμός τού ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου κοινωνικού μας περίγυρου θα τους εξασφαλίσει εύκολα και σύντομα φωτογραφία ενδιαφέρουσα και προσωπικό καλλιτεχνικό ύφος. Τις περισσότερες φορές θα καταλήξουν σε μια συλλογή φολκλορικών ή χιουμοριστικών στιγμιότυπων, που θα είναι για την καλλιτεχνική φωτογραφία ότι τα πνευματώδη ευφυολογήματα για τη λογοτεχνία.
Αν όμως οι νέοι αυτοί φωτογράφοι θελήσουν να μελετήσουν τους σπουδαίους «φωτογράφους» τού «δρόμου» θα διαπιστώσουν: Πρώτον, ότι τα θέματά τους δεν έχουν καθαυτά (τις περισσότερες φορές) ενδιαφέρον, παρά μόνον σε σχέση με το φωτογραφικό (και όχι πραγματικό) γεγονός και, ακόμη πάρα πέρα, εντασσόμενα στο συνολικότερο έργο τού φωτογράφου, με πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα προσέγγιση τού κόσμου και τού φωτογραφικού μέσου…»
Η φωτογραφία δρόμου προϋποθέτει να είστε κοντά στους ανθρώπους - συχνά πολύ κοντά. Για να κάνει κάποιος αυτόν τον τύπο φωτογραφίας με επιτυχία πρέπει να είναι στη σκηνή, στο συγκεκριμένο μέρος και όχι ένας απόμακρος παρατηρητής. Αυτό σημαίνει φωτογράφηση με ευρυγώνιους φακούς και πιστεύω τίποτα περισσότερο από τα 50mm. Με ευρυγώνιο φακό συμμετέχετε. Με ένα τηλεφακό είστε στην καλύτερη περίπτωση παρατηρητής, στη χειρότερη περίπτωση ένας περαστικός. Ακριβώς αυτή η μέθοδος είναι που αποτρέπει και αρκετούς φωτογράφους, λόγω του ότι αυτός ο τρόπος φωτογράφισης σημαίνει πολύ κοντά στο προσωπικό διάστημα των περισσότερων ανθρώπων.
Μια φωτογραφία δρόμου για να είναι πετυχημένη θεωρώ ότι κάτι στη σκηνή πρέπει να «μιλήσει» να φανεί σημαντικό στο φωτογράφο, ακόμα κι αν εκείνο το κάτι δεν είναι άμεσα προφανές. Η αποτελεσματική φωτογραφία δρόμου πρέπει να δημιουργεί μια ανατρεπτική οπτικά εικόνα παρά να αφηγείται κάποια ιστορία καταγράφοντας απλά τι ήταν εκεί σε έναν ιδιαίτερο χρόνο και σε μια συγκεκριμένη θέση.
Νομίζω μια από τις καλύτερες μεθόδους φωτογραφίας δρόμου τείνει να είναι η αντανακλαστική, συχνά ένα είδος reportage που μπορεί να πάρει μία θέση με μόνο μια καλά στοχευμένη φωτογραφία. . η γρηγοράδα του να βάλω την κάμερα στο ύψος του ματιού δεν σημαίνει ότι η προσεκτική σύνθεση και η καλλιτεχνική φαντασία, δεν έχουν πραγματοποιηθεί , αλλά ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά συμβαίνει πριν καν να κοιτάξω μέσω του σκοπεύτρου – και συμβαίνει μέσω της εκμάθησης να αναγνωρίζονται οι καταστάσεις, να προσδοκάς την συμπεριφορά, να αναγνωρίζεις τη σκηνή/το μέρος , με λίγα λόγια να αναπτύσσεις ένα καλλιτεχνικό όραμα και μια φωτογραφική φαντασία. Έχοντας ένα «καλό μάτι», και προπαντός να είσαι παρών, βοηθάει πάρα πολύ. Ακόμα δεν είναι όλη η φωτογραφία δρόμου "γρήγορη" στη διάρκεια των όποιων γεγονότων. Μερικά συμβάντα είναι αρκετά «σκόπιμα», εξετάζονται προσεκτικά και εκτελούνται.
Κατερίνα Οικονόμου Ελευθεροτυπία


Συντάκτης άρθρου Μαρία Κανάτα







Ένα ωραίο τοπίο ή μια σημαντική φωτογραφία (του Πλάτωνα Ριβέλλη )

Τα θέματα στην καλλιτεχνική φωτογραφία δεν είναι παρά αφορμές. Στο κάτω-κάτω ένας φωτογράφος δεν έχει θεματικά πολλές επιλογές, πέρα από ανθρώπους, τοπία, ζώα, κτίσματα και αντικείμενα. Αυτό που μετράει πάντοτε είναι το πώς θα προσεγγίσει κάτι, έτσι ώστε από θέμα τού πραγματικού κόσμου και από γεγονός ζωής να το μεταμορφώσει σε θέμα τού δικού του κόσμου και σε γεγονός φωτογραφίας.

Το κάθε θέμα βεβαίως, όπως και η επιμέρους πλευρά κάθε συγκεκριμένου θέματος, παρουσιάζουν τις δικές τους ιδιαίτερες δυσκολίες και ζητούν από τον φωτογράφο ειδική ευφυΐα και ευαισθησία. Η προηγούμενη παρατήρηση, φυσικά, δεν αφορά τις τεχνικές δυσκολίες, οι οποίες πάντοτε, νωρίτερα ή αργότερα, λύνονται από οποιονδήποτε φωτογράφο έχει επιμονή και λίγες γνώσεις. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι ο πραγματικός κόσμος και η ζωή έχουν μια γοητεία που υπνωτίζει τον φωτογράφο και δεν τού επιτρέπει να υπερβεί αυτό που αντικρίζει ο φακός του.
Αν ο φωτογράφος επομένως μαγευτεί από ένα όμορφο ή μεγαλοπρεπές τοπίο, πρέπει να έχει αυτοκυριαρχία και φωτογραφικό στόχο, ώστε να μην παγιδευτεί σε μια πάντοτε καταδικασμένη απόπειρα φωτογραφικής απόδοσης τής δεδομένης ομορφιάς. Διότι είναι απολύτως σίγουρο ότι η ομορφιά τού κόσμου και τής ζωής πάντοτε θα ξεπερνούν εκείνη τής φωτογραφίας, με αποτέλεσμα αυτή η τελευταία να λειτουργεί σαν αφορμή για κινητοποίηση τής μνήμης και για έμμεση άντληση απόλαυσης από τοπία που ο θεατής γνωρίζει και αγαπά. Αυτή άλλωστε είναι και η, καθόλου ευκαταφρόνητη, λειτουργία των καρτ-ποστάλ, των ημερολογίων ή των βιβλίων που έχουν σαν περιεχόμενο την ομορφιά των φυσικών τοπίων και που περιλαμβάνουν συνήθως τεχνικά άριστες και αισθητικά απολαυστικές «ωραίες» φωτογραφίες.

Όση μαεστρία και αν επενδύσει ο φωτογράφος για να μεταφέρει την προσωπική του αίσθηση από τη φυσική του παρουσία μέσα και μπροστά στο τοπίο, δεν μπορεί παρά να αποδώσει μια χωλή και μερική αναπαράσταση. Οι λύσεις βέβαια που μπορεί να υιοθετήσει απέναντι σε αυτό το πρόβλημα είναι όσες και ο αριθμός των φωτογράφων. Σε γενικές όμως γραμμές θα περιέχουν όλες ένα από τα παρακάτω στοιχεία. Ή τη συγκέντρωση τού ενδιαφέροντος σε μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια που θα παραπέμπει (λέξη κλειδί) στην αίσθηση τού τοπίου, ή, αντίθετα, την απόπειρα να χρησιμοποιηθεί υπαινικτικά (δεύτερη λέξη κλειδί) ένα ευρύτερο σύνολο από αυτό που περικλείει ο φακός, ή να χρησιμοποιηθεί αντιστικτικά (τρίτη λέξη κλειδί) ένα άλλο σημείο φωτογραφικού ενδιαφέροντος (π.χ. η κίνηση), ή, τέλος, να αναδομηθεί (τέταρτη λέξη κλειδί) ο χώρος, ωσάν ο φωτογράφος να αναδημιουργούσε το τοπίο ο ίδιος. Στις καλύτερες φωτογραφίες συνυπάρχουν περισσότερα από ένα από αυτά τα στοιχεία. Και τότε είναι που μπορούμε να μιλάμε για υπερβατική μεταφορά, δηλαδή για την ταυτόχρονη πεποίθηση ότι βλέπουμε κάτι γνωστό και κάτι νέο και μοναδικό.
Οι δυο φωτογραφίες που συνοδεύουν αυτό το κείμενο εικονογραφούν καλύτερα από οτιδήποτε τα παραπάνω. Η μία, τού Ansel Adams, επιχειρεί να αποδώσει με τίμιο και ειλικρινή τρόπο το μεγαλειώδες ορεινό τοπίο, έτσι όπως ένας φυσιολάτρης το έχει αντικρίσει πολλές φορές, προκαλώντας αναπολήσεις και θαυμασμό. Αν μάλιστα η φωτογραφία ήταν έγχρωμη, οι αναμνήσεις του θα ήταν εντονότερες, ενώ η φωτογραφία θα έχανε μέρος από την εν προκειμένω επίπλαστη αφαιρετικότητα τού ασπρόμαυρου. Η άλλη φωτογραφία, τού παλαιότερου Carleton Watkins, τον οποίο παραδόξως ο Ansel Adams θεωρούσε πνευματικό του δάσκαλο, επανασυνθέτει ένα νέο τοπίο με τα στοιχεία τού πραγματικού και δίνει με εντυπωσιακή ευφυΐα αντίστοιχη σημασία στον ουρανό και στα βράχια σαν όγκους (και όχι τόσο σαν στοιχεία τής φύσης). Προχωράει μάλιστα το τόλμημα μέχρι τού σημείου όπου η φωτογραφία περιπαίζει ακόμα και τη σχέση οριζόντιας και κάθετης πλευράς. Ακόμα και αν ήταν έγχρωμη, η υπέρβαση τής πραγματικότητας θα ήταν φανερή. Γεγονός είναι βέβαια ότι αν κάποιος ενδιαφέρεται πρωτίστως για την απόδοση τής φύσης ως ενός πολύτιμου αντικειμένου, θα προτιμήσει την εκδοχή Adams. Αν πάλι ενδιαφέρεται κυρίως για την ικανότητα τού φωτογραφικού μέσου και την ιδιοφυία τού δημιουργού να μεταμορφώνουν πνευματικά τα ερεθίσματα των αισθήσεων, τότε θα προτιμήσει την εκδοχή Watkins.
Πλάτων Ριβέλλης


Συντάκτης άρθρου Κωνσταντίνος Γαλάνης 

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015